τεσσαρακαιεικοσίπους

τεσσαρακαιεικοσίπους
τεσσᾰρᾰκαι-εικοσίπους [σῐ], πουν, gen. ποδος, in form [pref] τεττ-,
A twenty-four feet long, IG12.373.62.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεσσαρακαιεικοσίπους — και αττ. τ. τετταρακαιεικοσίπους, ουν, Α αυτός που έχει μήκος είκοσι τεσσάρων ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρα + καί + εἴκοσι + πούς «πόδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”